Βιογραφία
Ροδινός Ανδρέας
Ο Ανδρέας Ροδινός γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1912. Ο πατέρας του, φούρναρης στο επάγγελμα, καταγόταν από το Ατσιπόπουλο ενώ η μητέρα του Χρυσούλα το γένος Μαμαγκάκη καταγόταν από τα Φραντζεσκιανά Μετόχια.
Άρχισε να μαθαίνει λύρα στην ηλικία των 14 χρονών από ένα συγγενή της μητέρας του (πιθανόν τον λυράρη από τα Φραντζεσκιανά Μετόχια Βαγγέλη Καλαϊτζάκη), ενώ η μαρτυρία του αδερφού του ότι ο μικρός Ανδρέας κάθονταν και έπαιζε ώρες λύρα με τους συνομήλικους Τουρκοκρητικούς γείτονες του μαρτυράει το ζήλο του για τη μουσική.
Ο Ροδινός από τα 16 του χρόνια, γύριζε τα χωριά του Ρεθύμνου αρχικά, αλλά και του Αποκόρωνα και των Σφακίων αργότερα, προς αναζήτηση παλιών σκοπών και μελωδιών. Διδάχτηκε επίσης, από παλιούς και έμπειρους λυράρηδες της πόλης του Ρεθύμνου, όπως το Νικήστρατο (για λίγο καιρό γιατί πέθανε στα πρώτα του βήματα του Ανδρέα) και το Γέρο-Πισκόπη.
Στα 17 του δημιούργησε το δικό του συγκρότημα “ζυγιά” με τον λαουτιέρη Σταύρο Ψυλλάκη ή Ψύλο από την Επισκοπή Ρεθύμνου. Ήταν πλέον ένας εκπληκτικός και καταξιωμένος λυράρης. Λέγεται επίσης ότι ήταν ιδιαίτερα ευφυής και άριστος μαθητής.
Ο Ανδρέας Ροδινός ήταν ερασιτέχνης αλλά και εύπορος οικονομικά και αυτό ήταν από τα χαρακτηριστικά του καθώς ποτέ δεν είδε τη λύρα ως επάγγελμα και αποστρεφόταν τους φιλάργυρους συναδέλφους του. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι στο μοναδικό γλέντι που δέχτηκε χρήματα (8 Σεπτέμβρη του 1932) στο μεγάλο πανηγύρι της Παναγιάς στα Μυριοκέφαλα Ρεθύμνου και στο οποίο μαζεύτηκαν 6-7 χιλιάδες δραχμές, έσπευσε να τα δωρίσει στην εκκλησία και με τα οποία χτίστηκε εικονοστάσι που σώζεται ως σήμερα.
Κάποια στιγμή ο Ανδρέας Ροδινός θα πρέπει να ασχολήθηκε και με την οργανοποιία. Πολλοί μιλούν για την επιρροή του στη μορφή της σύγχρονης λύρας που όχι άδικα έχει αποδοθεί κυρίως στο Μανώλη Σταγάκη. Ο Μανώλης Σταγάκης μας παρέδωσε αυτό που οι σύγχρονοι λέμε Κρητική λύρα, αλλά σίγουρα οι επιρροές του από τις παρεμβάσεις του Ανδρέα Ροδινού, του οργανοποιού Γιάννη Παπαδάκη ή Καρεκλά και του μαραγκού και οργανοποιού Αντώνη Μαράκη ή Μαραντώνη από την Κοξαρέ Αγίου Βασιλείου (για τον οποίο θρυλείται ότι είναι ο κατασκευαστής της κύριας λύρας του Ροδινού) ήταν καθοριστικές.
Το 1933 κατατάχθηκε στο στρατό όπου καθηλώθηκε για 6 μήνες στο νοσοκομείο, εξαιτίας μιας πλευρίτιδας που τελικά αποδείχτηκε μοιραία καθώς επιβάρυνε την ήδη άσχημη ψυχολογική του κατάσταση. Ο θρύλος μιλάει για τον αδιέξοδο έρωτα του για μία “ξένη ξανθιά γυναίκα, μεγάλυτερη σε ηλικία από τον ίδιο, αλλά και παντρεμένη”.
Τέλη του 1933 μεταφέρεται σε σανατόριο στα Μελίσσια Αττικής. Μετά από μήνες χωρίς βελτίωση, το Γενάρη του 1934 επιστρέφει στο Ρέθυμνο και στις 9 Φεβρουαρίου 1934, “φεύγει” σε ηλικία μόλις 22 χρονών. Την ημέρα της κηδείας του φάνηκε πόσο αγαπητός ήταν καθώς έκλεισαν όλοι τα μαγαζιά τους και όλο το Ρέθυμνο ακολούθησε την νεκρική πομπή. Ο μύθος του όμως έμεινε για πάντα…